Indeks:Nowogrecki - Zawody

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Nazwy zawodów w języku nowogreckim

polski → nowogrecski →
adwokat δικηγόρος
aktor ηθοποιός m
architekt αρχιτέκτονας m
badacz ερευνητής
barman μπάρμαν m
bibliotekarz βιβλιοθηκάριος m
biznesmen μπίζνεσμαν, επιχειρηματίας
budowniczy οικοδόμος m, χτίστης m
cieśla ξυλουργός, μαραγκός
cukiernik ζαχαροπλάστης m
dziennikarz δημοσιογράφος
elektryk ηλεκτρολόγος m
farmaceuta φαρμακοποιός m
fotograf φωτογράφος
fryzjer κομμωτής m, κομμώτρια ż
górnik μεταλλωρύχος m, ανθρακωρύχος m
historyk ιστορικός
hydraulik υδραυλικός m
inżynier μηχανικός m
językoznawca γλωσσολόγος
jubiler κοσμηματοπώλης m
kelner σερβιτόρος m
kierowca οδηγός m
kompozytor συνθέτης m
kosmonauta κοσμοναύτης, αστροναύτης
kowal σιδεράς m
krawiec ράφτης m
krawcowa μοδίστρια ż
księgowy λογιστής m
kucharz μάγειρας m
lekarz γιατρός
listonosz ταχυδρόμος m
malarz ζωγράφος
marynarz ναύτης m
myśliwy κυνηγός m
nauczyciel, nauczycielka δάσκαλος m, δασκάλα ż
naukowiec επιστήμονας
niania, opiekunka νταντά ż
ochroniarz, strażnik σεκιουριτάς m, φύλακας m
ogrodnik κηπουρός
piekarz αρτοποιός m, φούρναρης
pielęgniarka νοσοκόμα ż
pilot πιλότος
pisarz συγγραφέας m
poeta ποιητής m
polityk πολιτικός m
położna μαμή ż
prawnik νομικός
projektant σχεδιαστής
psycholog ψυχολόγος m
ratownik ναυαγοσώστης, σωτήρας
reżyser σκηνοθέτης m
rolnik αγρότης m
rybak ψαράς m
rzeźbiarz γλύπτης m
rzeźnik κρεοπώλης m
sędzia δικαστής
spawacz οξυγονοκολλητής
sprzedawca πωλητής m
sprzątaczka καθαρίστρια ż, καθαριστής m
stomatolog οδοντίατρος m
stolarz ξυλουργός m, επιπλοποιός m
strażak πυροσβέστης m
szewc τσαγκάρης, παπουτσής
ślusarz εφαρμοστής
śpiewak τραγουδιστής m
taksówkarz ταξιτζής m
tłumacz μεταφραστής m
trener προπονητής m
tynkarz σοβατζής
wychowawca παιδαγωγός
wynalazca εφευρέτης m
żołnierz στρατιώτης m