Wikisłownikarz:ABX/grecki/bez linków z tłumaczeń
Ά[edytuj]
Ή[edytuj]
Ήφαιστος -
Ώ[edytuj]
Ώστιν -
Α[edytuj]
Αβησσυνία - Αγία Γραφή - Ακαδημία - Ανδαλουσιανή - Αραγονέζα - Αραγονέζος -
Γ[edytuj]
Γενάρης -
Δ[edytuj]
Δίδυμος - Δημοκρατία των Σκοπίων -
Ε[edytuj]
Ερυθρά Θάλασσα - Ευρωπαϊκή Κοινότητα -
Θ[edytuj]
Θερμοπύλες - Θεσσαλονικιά - Θεσσαλονικιός -
Ι[edytuj]
Ισλανδός -
Κ[edytuj]
Κίεβο - Καινή Διαθήκη - Κρητικιά - Κρητικός - Κροάτισσα - Κώστας -
Μ[edytuj]
Μέγα Σάββατο - Μακεδονία - Μαυρικιανή - Μαυρικιανός - Μεγάλη Άρκτος -
Ν[edytuj]
Ο[edytuj]
Π[edytuj]
Παλιά Διαθήκη - Πολίτης -
Ρ[edytuj]
Σ[edytuj]
Σενεγάλη - Σερβία - Σλάβος - Σοφία -
Τ[edytuj]
Τέξας -
ά[edytuj]
άβολος - άγαλμα - άλμα - άλμα εις μήκος - άνω - άσχημος -
έ[edytuj]
έβδομη τέχνη - έβδομος - έγχορδος - έκτος - ένα - ένατος - ένδεκα - έντεκα - έξι - έτοιμος - έχει καβούρια στην τσέπη του -
ή[edytuj]
ήπιος -
ί[edytuj]
ίδιος -
α[edytuj]
αγένεια - αγανάκτηση - αγανακτώ - αγαναχτώ - αγγίζω - αγενής - αγκαλιά - αγνός - αδένας - αετός - αθεΐστρια - ακτινίδιο - ακόμα - ακόμη - αλατιέρα - αλγερίνικος - αλγερικός - αληθινός - αλιευτικός - αλογάκι - αμέσως - αμερικανισμός - αμετάβατος - ανάβω - αναμνηστικός - αναπηρικός - ανατολικός - αναφορικός - ανδαλουσιανός - ανθολογία - ανθρώπινο γένος - ανοιξιάτικος - ανοιχτός - αντάρτης - αντικείμενο - ανώτερος - αποθήκη - αποκλεισμένος - αποτελώ - απόψε - αραγονέζικος - αρχίζω - αρχιτεκτόνισσα - αυστριακός - αυτί - αυτοαντίσωμα - αυτό - αφήνω - αφρικάνικος - αχλαδόσχημος -
β[edytuj]
βαδίζω - βαδίζω στα ίχνη κάποιου - βακτηριολογία - βακτηριολόγος - βαράω μύγες - βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο - βαρελίσιος - βαρελιάζω - βγαίνω - βιβλικός - βιολίστρια - βιολογικός - βιολοντσελίστας - βιολοντσελίστρια - βλέπω - βολβοουρηθραίος αδένας - βολεϊμπολίστας - βοσνιακός - βρέχω - βραδινός - βραζιλιάνικος - βραζιλιανός -
γ[edytuj]
γίγας - γίνομαι - γειτόνισσα - γελώ - γεμάτος - γερός - γιούλι - γκαρσόνι - γλύφω - γουρούνα - γραμματόσημο - γυναικολογία - γυναικολογικός - γυναικολόγος - γυρίζω - γύρω -
δ[edytuj]
δέκα - δέκατος τέταρτος - δένω - δίδυμος - δίκη - δίκρανο - δίνω - δεκαεπτά - δεκαεφτά - δεκανέας - δεκαπέντε - δεκατέσσερα - δεκατέσσερις - δεν τα βάζω κάτω - δεξαμενή - δεσμός - δεύτερος - δημαρχείο - δημιουργία - δημόσιος - διάσπαση - διέξοδος - διακοπή - διαστημάνθρωπος - διαστημόπλοιο - δισκοβολώ - δισκοβόλος - δουλειά - δρόμος - δυο - δωδέκατος - δύο - δώδεκα -
ε[edytuj]
είκοσι - είσοδος - εβδομήντα - εγκατάσταση - εγκυκλοπαίδεια - ειδικότητα - εικονίζω - εικόνα - εικόνισμα - ειρηνικός - εισπνοή - εκατονταρχία - εκατό - εκατόν - εκδρομέας - εκπνοή - εκτός - ελιά - ενέργεια - ενδέκατος - ενενήντα - ενεστώτας - εννέα - εννιά - εντομοκτόνο - εντομοκτόνος - εντομολογικός - εντομοφάγος - εξήντα - εξηγώ - επαρχιώτικος - επιδιδυμίδα - επισκέπτομαι - επιστημολογία - επιστημολογικός - επιστροφή - επιτρέπω - επτά - επτά θανάσιμα αμαρτήματα - ερυθρός - ερωτηματικό - εσθονικός - ευγένεια - ευγενικός - ευτυχισμένος - εφτά -
ζ[edytuj]
ζέστη - ζήλια - ζήλος - ζήτηση - ζαλίζω - ζαμπόν - ζαρτιέρα - ζαφείρι - ζελατίνη - ζεστά - ζεσταίνω - ζεστασιά - ζεστός - ζηλεύω - ζημιά - ζητιανεύω - ζιζανιοκτόνο - ζουζούνι - ζουλώ - ζουμί - ζούγκλα - ζυγαριά - ζυγούρι - ζυθοποιείο - ζυθοποιός - ζωγραφίζω - ζωγραφιά - ζωντανεύω - ζύμη -
η[edytuj]
ηβική σύμφυση - ημιτονοειδής - ηρωισμός - ηρώισσα - ηττοπάθεια - ηττοπαθής -
θ[edytuj]
θα - θαυμαστικό - θεία - θυμάμαι -
ι[edytuj]
ιγκλού - ιδίωμα - ιμπεριαλίστρια - ιμπεριαλισμός - ιμπεριαλιστής - ιμπεριαλιστικός - ιολογία - ισλανδικός - ισπανικά - ιός - ιώδης -
κ[edytuj]
κάθομαι - κάρτα βίντεο - καθαρός - καθαρότητα - καθηγήτρια - καθηγητικός - καθιερώνω - καθρέπτης - καθυστερώ - καθόλου - καλλιτέχνιδα - καλοκαιρινός - καρβέλι - καστανός - καταδίκη - καταρράχτης - κιθαρίστρια - κιθαριστής - κινέζικα - κλέφτρα - κλίμακα - κλίνω - κλειστός - κοιμίζω - κοινοβουλευτικός - κολιέ - κολυμπώ - κοντός - κοπάδι - κορίανδρο - κορμός - κουμπί - κουμπώνω - κουνέλα - κουράζω - κουρκούμη - κούνελος - κρατικός - κρητικός - κροκοδείλιος - κρουστός - κυκλοφορικό σύστημα - κυπαρίσσι - κυπριακός - κυρία -
λ[edytuj]
λέω - λίγο - λαβαίνω - λαιμοδέτης - λαχείο - λαχτάρα - λεξιλόγιο - λιγνός - λογική - λογοτέχνης - λουτροθεραπεία - λυπημένος -
μ[edytuj]
μάθημα - μάνα - μάργαρο - μέγας - μένω - μία - μίσος - μαβής - μαγαζάτορας - μαγείρισσα - μαγειρεύω - μαθήτρια - μαθαίνω - μακρύς - μανταρίνι - ματς - μεικτός - μειχτός - μετάξι - μεταξωτός - μεταφράζω - μεταφράστρια - μεταφυσική - μεταχειρίζομαι - μη - μηδέν - μηδενικός - μηχανή - μηχανική - μικτός - μιχτός - μοβ - μονοκύτταρος - μονομαχία - μονομαχώ - μου - μπάσκετ - μπαμπουίνος - μπουρμπουάρ - μυθιστοριογράφος - μυθιστοριογραφία -
ν[edytuj]
ναυάγιο - ναυαγοσώστης - ναυαγοσώστρια - ναυαγός - ναυπηγικός - ναυτιλία - νεκταρίνι - νευρικός - νοσοκόμος - νοτιοανατολικός - νταβάνι -
ξ[edytuj]
ξεκινώ - ξεκουμπώνω - ξοδεύω -
ο[edytuj]
ογδόντα - οι - οκτάπους - οκτώ - ομοιότητα - ομπρέλα - ονειροπόλος - οροπέδιο - οροσειρά - ουρήθρα - ουρανός - ουσιαστικό - οχτώ - ούφο -
π[edytuj]
πάλι - πάπρικα - πάστα - πάτωμα - πάω - πέμπτος - πέντε - πέργολα - πέρσι - πέρυσι - πέφτω - πίστη - παίζω - παιδιατρική - πανεπιστημιακός - παράσταση - παρατατικός - παρόν - πατωσιά - παχύς - πεζογράφος - πεζογραφία - πεινώ - πελαργίνα - πενήντα - περιοστίτιδα - περιπατητικός - περνώ - περυσινός - πετυχαίνω - πηγαίνω - πιεζοηλεκτρισμός - πλαστικό - πλατέα - πλατεία - πλατόνι - πνευματικός - πνευστός - ποδηλάτισσα - ποδηλασία - ποδηλατιστής - ποδηλατοδρομία - ποδηλατοδρόμος - ποδοσφαιριστής - ποινικό δίκαιο - ποιότητα - πολίτικος - πολεμικός - πολεμώ - πολλή - πολωνέζικος - πολύγωνο - ποντικός - πορτοκαλάδα - ποτές - ποτήρι - πού - πριγκιπάτο - πριν - προβοσκίδα - προγραμματίστρια - προσγειώνω - προφήτης - προϊόν - πρωτευουσιάνικος - πρώτος - πυρετός - πώς -
ρ[edytuj]
ρεβίθι - ρηματικός - ριπή - ροζ - ρολογάδικο - ρουμανικός - ρόλος -
σ[edytuj]
σάτιρα - σέβομαι - σήμα - σαγιονάρα - σαράντα - σεφ - σηκώνω - σηκώνω χέρι σε - σηραγγώδες σώμα - σκακιστικός - σκαρλάτος - σκελετολογία - σου - σπάνια - σπαζοκεφαλιά - σπερματικός πόρος - σπερματοδόχος κύστη - στέλνω - στα - σταφίδα - σταχτής - σταχτοδοχείο - στη - στην - στιγμή - στις - στο - στολίσκος - στου - στους - στων - συγγραφέας - συλλογή - συμβόλαιο - συμμετοχική δημοκρατία - συνημίτονο - συννεφιάζω - σφουγγάρι - σφυρίζω - σχέση - σωματικός -
τ[edytuj]
τέσσερα - τέσσερις - τέταρτος - τέχνη - τα - ταΐζω - ταβάνι - ταβέρνα - ταβερνιάρης - ταβερνιάρισσα - ταγέρ - ταγκό - τακούνι - τακτικός - ταλέντο - ταλαιπωρία - ταμίας - ταμείο - ταξιδιώτης - ταξιδιώτισσα - ταχύς - τετράφυλλο τριφύλλι - τετράφυλλος - τεύχος - τηλεφωνία - τιρκουάζ - το - το στόμα του είναι βόθρος - τον - τοπογραφικός - του - τουρίστρια - τουριστικός - τουρκικός - τρία - τρίτος - τραχύς - τρεις - τριάντα - τρομοκράτης - τρομοκράτηση - τρομοκράτισσα - τρομοκρατία - τρόπος - τσίρκο - τσεχικός - τσιμεντάρω - τσιμεντένιος - τωρινός -
υ[edytuj]
φ[edytuj]
φέρι μποτ - φέρνω - φέτος - φαβορί - φιλάνθρωπος - φιλώ - φιτζιανός - φοβερός - φοιτήτρια - φοιτητής - φορτίζω - φορτηγό - φορτιστής - φουντούκι - φράουλα - φρούτο - φτιάχνω - φυσιολογία - φόντο -
χ[edytuj]
χήρος - χαμοκέρασο - χαμοκερασιά - χαρακτηριστικός - χείλος - χηρεύω - χιλιάδα - χιονίζει - χορεύτρια - χορογράφος - χορογραφία - χορογραφικός - χρήμα - χρυσο - χρυσομάλλης - χωρίς - χωροχρόνος - χωρόχρονος -
ψ[edytuj]
ψευδαργυρικός - ψεύτης - ψεύτικος -
ω[edytuj]
ωδή - ωράριο - ωραΐζω - ωριμότητα - ωρύομαι - ωστόσο - ωφέλιμος -