εικόνα
εικόνα (język nowogrecki)[edytuj]
- wymowa:
- IPA: [i.ˈko.na]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj żeński
- składnia:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- czas. απεικονίζω, εικονίζω, εικονογραφώ
- przym. εικονικός, εικονογραφημένος
- rzecz. εικονίδιο, εικονικότητα, εικόνισμα, εικονογράφηση, εικονογραφία, εικονογράφος, εικονοκλασία, εικονοκλάστης, εικονολατρεία, εικονολάτρης, εικονολήπτης, εικονομαχία, εικονοστάσι/εικονοστάσιο
- związki frazeologiczne:
- uwagi:
- źródła: