παπούτσι
Wygląd
παπούτσι (język nowogrecki)
[edytuj]- wymowa:
- IPA: [paˈputsi]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- odmiana:
- (1.1) N44,
przypadek liczba pojedyncza liczba mnoga mianownik το παπούτσι τα παπούτσια dopełniacz του παπουτσιού των παπουτσιών biernik το παπούτσι τα παπούτσια wołacz παπούτσι παπούτσια
- przykłady:
- (1.1) Η μάνα μου μού έκανε δώρο ένα ζευγάρι άσπρα αθλητικά παπούτσια. → Moja mama podarowała mi parę białych sportowych butów.
- składnia:
- synonimy:
- (1.1) υπόδημα
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. παπουτσής m, παπουτσάκι n
- czas. παπουτσώνω
- przym. παπουτσωμένος, παπουτσίδικο
- związki frazeologiczne:
- πάρε παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο
- uwagi:
- zobacz też: μπότα • πασούμι • σανδάλι • παντόφλα • σαγιονάρα • στιβάλι • γόβα • γόβα στιλέτο • πέδιλο • μοκασίνι
- źródła: