τριχωτός
τριχωτός (język nowogrecki)[edytuj]
- wymowa:
- IPA: [tri.xo.ˈtos]
- znaczenia:
przymiotnik
- przykłady:
- (1.1) Το γυμνό του στήθος ήταν τριχωτό σαν της αρκούδας. → Jego naga pierś była włochata jak u niedźwiedzia.
- składnia:
- synonimy:
- (1.1) μαλλιαρός
- antonimy:
- (1.1) άτριχος
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- czas. τριχοτομώ
- przym. τρίχινος
- rzecz. τρίχα ż, τρίχας m, τριχιά ż, τριχίαση ż, τριχίδιο n, τριχόπτωση ż, τριχοτιλλομανία ż, τριχοτόμηση ż, τριχοτομία ż, τριχοφάγος m, τρίχωμα n, τρίχωση ż, τριχωτό n, τριχοφυΐα ż, τριχοφυτία ż
- związki frazeologiczne:
- uwagi:
- źródła: