Kategoria:Język nowogrecki - rzeczowniki rodzaju żeńskiego
Przejdź do nawigacji
Przejdź do wyszukiwania
Indeks: |
Strony w kategorii „Język nowogrecki - rzeczowniki rodzaju żeńskiego”
Poniżej wyświetlono 200 spośród wszystkich 3576 stron tej kategorii.
(poprzednia strona) (następna strona)Α
- αβάθεια
- Αβάνα
- αβανγκάρντ
- αβαρία
- αβασία
- αβεβαιότητα
- Αβησσυνία
- Αβινιόν
- αβιογένεση
- αβιταμίνωση
- αβίωση
- αβοκέτα
- αβουλία
- αβρότητα
- άβυσσος
- Αγάθη
- αγαθοσύνη
- αγαλλίαση
- αγαμία
- αγανάκτηση
- αγάπη
- αγαπητικιά
- αγγαρεία
- αγγειεκτομή
- αγγειολογία
- αγγειοπλαστική
- αγγελία
- αγγελική
- Αγγελική
- Αγγλία
- Αγγλίδα
- αγγλοφιλία
- αγγλοφοβία
- αγγουριά
- αγγουροσαλάτα
- αγελάδα
- αγέλη
- αγένεια
- Αγία Γραφή
- Αγία Λουκία
- Άγια Νύχτα
- Αγία Οικογένεια
- Αγία Τριάδα
- Άγιον Όρος
- αγιοποίηση
- αγκαλιά
- αγκίδα
- αγκινάρα
- Αγκόλα
- Αγκολέζα
- άγκυρα
- Άγκυρα
- Αγλαΐα
- αγνεία
- Αγνή
- άγνοια
- αγνωμοσύνη
- αγνωσιαρχία
- αγνωστικίστρια
- αγορά
- αγορά χρήματος
- αγοραπωλησία
- αγοραφοβία
- αγραμματοσύνη
- αγρανάπαυση
- αγριόπαπια
- αγριότητα
- αγροκαλλιέργεια
- αγρονομία
- αγωγή
- αγωνία
- άδεια
- άδεια κυκλοφορίας
- άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου
- άδεια οδηγήσεως
- άδεια οδήγησης
- άδεια πατρότητας
- Αδέλα
- Αδελαΐδα
- αδελφή
- αδελφή του ελέους
- αδελφή ψυχή
- αδελφοκτονία
- αδελφοκτόνος
- αδελφοσύνη
- αδελφότητα
- αδερφή
- αδερφοκτόνος
- αδιακρισία
- αδιαφορία
- αδιέξοδος
- αδικία
- αδράνεια
- αδρεναλίνη
- Αδριατική
- Αδριατική θάλασσα
- αδυναμία
- αεροβιολογία
- αεροδυναμική
- αερομαντεία
- αεροπορία
- αεροσυνοδός
- αεροφοβία
- Αζόρες
- αηδία
- αθανασία
- Αθανασία
- αθεΐα
- αθεΐστρια
- Αθηνά
- Αθήνα
- Αθηναία
- αθηροσκλήρωση
- αθηρωσκλήρωση
- αθλήτρια
- αθυμία
- αίγα
- αιγίδα
- Αίγινα
- αίγλη
- Αιγύπτια
- Αιγυπτιώτισσα
- Αίγυπτος
- αιθανόλη
- Αιθιοπία
- αίθουσα
- αίθουσα αναμονής
- Αικατερίνη
- αιμοδυναμική
- αιμομιξία
- αιμόπτυση
- αιμορραγία
- αιμοφιλία
- αιξ
- Αιολίδες Νήσοι
- αιολική ενέργεια
- αίρεση
- αίσθηση
- αίσθηση του χιούμορ
- αισθητική
- αισθητικός
- αισιοδοξία
- αισχύνη
- Αϊτή
- αίτηση
- αιτία
- αιτιατική
- αιχμαλωσία
- αιχμή
- αιωνιότητα
- αιώρα
- ακαδημαϊκός
- ακαδημία
- Ακαδημία
- ακακία
- ακαταληψία
- ακαταστασία
- ακετόνη
- ακετοφαινόνη
- ακμή
- ακοή
- ακολασία
- ακολουθία
- ακόλουθος
- ακοντίστρια
- ακορντεονίστρια
- ακουστική
- ακράτεια
- ακράτεια ούρων
- άκρη
- ακρίβεια
- ακρίδα
- ακρόαση
- ακρογιαλιά
- ακρόπολη
- Ακρόπολη
- ακροφοβία
- ακτή
- Ακτή Ελεφαντοστού
- ακτίνα
- ακτινοβολία
- αλαζονεία
- αλαζονία
- Αλαμπάμα
- αλανίνη
- Αλάσκα
- αλατιέρα
- Αλβανία
- Αλβανίδα
- Αλβιών
- άλγεβρα
- Αλγερία
- Αλγερινή
- Αλεξάνδρα
- Αλεξάνδρεια
- Αλεξανδρούπολη
- αλεξιθυμία
- αλεπού
- αλήθεια
- Αλίκη