Aneks:Język nowogrecki - koniugacja czasownika υπερβάλλω

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego
  • C (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany υπερβάλλω υπερβάλλεις υπερβάλλει υπερβάλλομε / υπερβάλλουμε υπερβάλλετε υπερβάλλουν, pot. υπερβάλλουνε
Teraźniejszy dokonany έχω υπερβάλει έχεις υπερβάλει έχει υπερβάλει έχουμε υπερβάλει έχετε υπερβάλει έχουν(ε) υπερβάλει
Przeszły niedokonany υπερέβαλλα υπερέβαλλες υπερέβαλλε υπερβάλλαμε υπερβάλλατε υπερβάλλαν, pot. υπερβάλλανε
Przeszły dokonany υπερέβαλα υπερέβαλες υπερέβαλε υπερβάλαμε περβάλατε υπερέβαλαν / υπερβάλαν, pot. υπερβάλανε
Zaprzeszły είχα υπερβάλει είχες υπερβάλει είχε υπερβάλει είχαμε υπερβάλει είχατε υπερβάλει είχαν(ε) υπερβάλει
Przyszły niedokonany θα υπερβάλλω θα υπερβάλλεις θα υπερβάλλει θα υπερβάλλομε, θα υπερβάλλουμε θα υπερβάλλετε θα υπερβάλλουν, θα υπερβάλλουνε
Przyszły dokonany θα υπερβάλω θα υπερβάλεις θα υπερβάλει θα υπερβάλομε / θα υπερβάλουμε θα υπερβάλετε θα υπερβάλουν, pot. θα υπερβάλουνε
Przedprzyszły θα έχω υπερβάλει θα έχεις υπερβάλει θα έχει υπερβάλει θα έχουμε υπερβάλει θα έχετε υπερβάλει θα έχουν(ε) υπερβάλει
Rozkazujący niedokonany - υπέρβαλλε - - υπερβάλλετε -
Rozkazujący dokonany - υπέρβαλε - - υπερβάλετε -
Bezokolicznik rzeczowny υπερβάλει
Imiesłów czynny υπερβάλλοντας