Aneks:Język nowogrecki - 6 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C6[edytuj]

  • C6.A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany κριτικάρω κριτικάρεις κριτικάρει κριτικάρο(υ)με κριτικάρετε κριτικάρουν(ε)
Teraźniejszy dokonany έχω κριτικάρει έχεις κριτικάρει έχει κριτικάρει έχουμε κριτικάρει έχετε κριτικάρει έχουν(ε) κριτικάρει
Przeszły niedokonany κριτίκαρα/κριτικάριζα κριτίκαρες/κριτικάριζες κριτίκαρε/κριτικάριζε κριτικάραμε/κριτικαρίζαμε κριτικάρατε/κριτικαρίζατε κριτίκαραν/κριτικάριζαν
Przeszły dokonany κριτικάρισα/κριτίκαρα κριτικάρισες/κριτίκαρες κριτικάρισε/κριτίκαρε κριτικαρίσαμε/κριτικάραμε κριτικαρίσατε/κριτίκαρατε κριτικάρισαν/κριτίκαραν
Zaprzeszły είχα κριτικάρει είχες κριτικάρει είχε κριτικάρει είχαμε κριτικάρει είχατε κριτικάρει είχαν(ε) κριτικάρει
Przyszły niedokonany θα κριτικάρω θα κριτικάρεις θα κριτικάρει θα κριτικάρο(υ)με θα κριτικάρετε θα κριτικάρουν(ε)
Przyszły dokonany θα κριτικάρω θα κριτικάρεις θα κριτικάρει θα κριτικάρουμε θα κριτικάρετε θα κριτικάρουν(ε)
Przedprzyszły θα έχω κριτικάρει θα έχεις κριτικάρει θα έχει κριτικάρει θα έχουμε κριτικάρει θα έχετε κριτικάρει θα έχουν(ε) κριτικάρει
Rozkazujący niedokonyny - κριτίκαρε - - κριτικάρετε -
Rozkazujący dokonany - κριτίκαρε/κριτικάρισε - - κριτικάρετε -
Bezokolicznik rzeczowny κριτικάρει
Imiesłów czynny κριτικάροντας
  • C6.B (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany κριτικάρομαι κριτικάρεσαι κριτικάρεται κριτικαρόμαστε κριτικάρεστε κριτικάρονται
Teraźniejszy dokonany έχω κριτικαριστεί έχει κριτικαριστεί έχει κριτικαριστεί έχουμε κριτικαριστεί έχετε κριτικαριστεί έχουν(ε) κριτικαριστεί
Przeszły niedokonany κριτικαριζόμουν κριτικαριζόσουν κριτικαριζόταν κριτικαριζόμασταν κριτικαριζόσασταν κριτικαριζόνταν
Przeszły dokonany κριτικαρίστηκα κριτικαρίστηκες κριτικαρίστηκε κριτικαριστήκαμε κριτικαριστήκατε κριτικαρίστηκαν
Zaprzeszły είχα κριτικαριστεί είχες κριτικαριστεί είχε κριτικαριστεί είχαμε κριτικαριστεί είχατε κριτικαριστεί είχαν(ε) κριτικαριστεί
Przyszły niedokonany θα κριτικάρομαι θα κριτικάρεσαι θα κριτικάρεται θα κριτικαρόμαστε θα κριτικάρεστε θα κριτικάρονται
Przyszły dokonany θα κριτικαριστώ θα κριτικαριστείς θα κριτικαριστεί θα κριτικαριστούμε θα κριτικαριστείτε θα κριτικαριστούν
Przedprzyszły θα έχω κριτικαριστεί θα έχεις κριτικαριστεί θα έχει κριτικαριστεί θα έχουμε κριτικαριστεί θα έχετε κριτικαριστεί θα έχουν(ε) κριτικαριστεί
Rozkazujący niedokonany - (κριτικάρου) - - (κριτικάρεστε) -
Rozkazujący dokonany - κριτικαρίσου - - κριτικαριστείτε -
Bezokolicznik rzeczowny κριτικαριστεί
Imiesłów bierny κριτικαρισμένος