Aneks:Język nowogrecki - 5 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C5.1[edytuj]

  • C5.1A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany ερμηνεύω ερμηνεύεις ερμηνεύει ερμηνεύο(υ)με ερμηνεύετε ερμηνεύουν(ε)
Teraźniejszy dokonany έχω ερμηνεύσει έχεις ερμηνεύσει έχει ερμηνεύσει έχουμε ερμηνεύσει έχετε ερμηνεύσει έχουν(ε) ερμηνεύσει
Przeszły niedokonany ερμήνευα ερμήνευες ερμήνευε ερμηνεύαμε ερμηνεύατε ερμήνευαν
Przeszły dokonany ερμήνευσα ερμήνευσες ερμήνευσε ερμηνεύσαμε ερμηνεύσατε ερμήνευσαν
Zaprzeszły είχα ερμηνεύσει είχες ερμηνεύσει είχε ερμηνεύσει είχαμε ερμηνεύσει είχατε ερμηνεύσει είχαν(ε) ερμηνεύσει
Przyszły niedokonany θα ερμηνεύω θα ερμηνεύεις θα ερμηνεύει θα ερμηνεύο(υ)με θα ερμηνεύετε θα ερμηνεύουν(ε)
Przyszły dokonany θα ερμηνεύσω θα ερμηνεύσεις θα ερμηνεύσει θα ερμηνεύσουμε θα ερμηνεύσετε θα ερμηνεύσουν(ε)
Przedprzyszły θα έχω ερμηνεύσει θα έχεις ερμηνεύσει θα έχει ερμηνεύσει θα έχουμε ερμηνεύσει θα έχετε ερμηνεύσει θα έχουν(ε) ερμηνεύσει
Rozkazujący niedokonyny - ερμήνευε - - ερμηνεύετε -
Rozkazujący dokonany - ερμήνευσε - - ερμηνεύσετε -
Bezokolicznik rzeczowny ερμηνεύσει
Imiesłów czynny ερμηνεύοντας
  • C5.1P (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany ερμηνεύομαι ερμηνεύεσαι ερμηνεύεται ερμηνευόμαστε ερμηνεύεστε ερμηνεύονται
Teraźniejszy dokonany έχω ερμηνευτεί έχεις ερμηνευτεί έχει ερμηνευτεί έχουμε ερμηνευτεί έχετε ερμηνευτεί έχουν(ε) ερμηνευτεί
Przeszły niedokonany ερμηνευόμουν ερμηνευόσουν ερμηνευόταν ερμηνευόμασταν ερμηνευόσασταν ερμηνευόνταν
Przeszły dokonany ερμηνεύτηκα ερμηνεύτηκες ερμηνεύτηκε ερμηνευτήκαμε ερμηνευτήκατε ερμηνεύτηκαν
Zaprzeszły είχα ερμηνευτεί είχες ερμηνευτεί είχε ερμηνευτεί είχαμε ερμηνευτεί είχατε ερμηνευτεί είχαν(ε) ερμηνευτεί
Przyszły niedokonany θα ερμηνεύομαι θα ερμηνεύεσαι θα ερμηνεύεται θα ερμηνευόμαστε θα ερμηνεύεστε θα ερμηνεύονται
Przyszły dokonany θα ερμηνευτώ θα ερμηνευτείς θα ερμηνευτεί θα ερμηνευτούμε θα ερμηνευτείτε θα ερμηνευτούν
Przedprzyszły θα έχω ερμηνευτεί θα έχεις ερμηνευτεί θα έχει ερμηνευτεί θα έχουμε ερμηνευτεί θα έχετε ερμηνευτεί θα έχουν(ε) ερμηνευτεί
Rozkazujący niedokonany - (ερμηνεύου) - - (ερμηνεύεστε) -
Rozkazujący dokonany - ερμηνεύσου - - ερμηνευτείτε -
Bezokolicznik rzeczowny ερμηνευτεί
Imiesłów bierny ερμηνευμένος

Model koniugacji C5.2[edytuj]

  • C5.2A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany λατρεύω λατρεύεις λατρεύει λατρεύο(υ)με λατρεύετε λατρεύουν(ε)
Teraźniejszy dokonany έχω λατρεψει έχεις λατρεψει έχει λατρεψει έχουμε λατρεψει έχετε λατρεψει έχουν(ε) λατρεψει
Przeszły niedokonany λάτρευα λάτρευες λάτρευε λατρεύαμε λατρεύατε λάτρευαν
Przeszły dokonany λάτρεψα λάτρεψες λάτρεψε λατρέψαμε λατρέψατε λάτρεψαν
Zaprzeszły είχα λατρεψει είχες λατρεψει είχε λατρεψει είχαμε λατρεψει είχατε λατρεψει είχαν(ε) λατρεψει
Przyszły niedokonany θα λατρεύω θα λατρεύεις θα λατρεύει θα λατρεύο(υ)με θα λατρεύετε θα λατρεύουν(ε)
Przyszły dokonany θα λατρέψω θα λατρέψεις θα λατρέψει θα λατρέψουμε θα λατρέψετε θα λατρέψουν(ε)
Przedprzyszły θα έχω λατρεψει θα έχεις λατρεψει θα έχει λατρεψει θα έχουμε λατρεψει θα έχετε λατρεψει θα έχουν(ε) λατρεψει
Rozkazujący niedokonyny - λάτρευε - - λατρεύετε -
Rozkazujący dokonany - λάτρεψε - - λατρέψτε -
Bezokolicznik rzeczowny λατρεψει
Imiesłów czynny λατρεύοντας
  • C5.2P (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany λατρεύομαι λατρεύεσαι λατρεύεται λατρευόμαστε λατρεύεστε λατρεύονται
Teraźniejszy dokonany έχω λατρευτεί έχεις λατρευτεί έχει λατρευτεί έχουμε λατρευτεί έχετε λατρευτεί έχουν(ε) λατρευτεί
Przeszły niedokonany λατρευόμουν λατρευόσουν λατρευόταν λατρευόμασταν λατρευόσασταν λατρευόνταν
Przeszły dokonany λατρεύτηκα λατρεύτηκες λατρεύτηκε λατρευτήκαμε λατρευτήκατε λατρεύτηκαν
Zaprzeszły είχα λατρευτεί είχες λατρευτεί είχε λατρευτεί είχαμε λατρευτεί είχατε λατρευτεί είχαν(ε) λατρευτεί
Przyszły niedokonany θα λατρεύομαι θα λατρεύεσαι θα λατρεύεται θα λατρευόμαστε θα λατρεύεστε θα λατρεύονται
Przyszły dokonany θα λατρευτώ θα λατρευτείς θα λατρευτεί θα λατρευτούμε θα λατρευτείτε θα λατρευτούν
Przedprzyszły θα έχω λατρευτεί θα έχεις λατρευτεί θα έχει λατρευτεί θα έχουμε λατρευτεί θα έχετε λατρευτεί θα έχουν(ε) λατρευτεί
Rozkazujący niedokonany - (λατρεύου) - - (λατρεύεστε) -
Rozkazujący dokonany - λατρέψου - - λατρευτείτε -
Bezokolicznik rzeczowny λατρευτεί
Imiesłów bierny λατρεμένος