Aneks:Język nowogrecki - 10.4 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C10.4[edytuj]

-ώ, -άω, -ασ-, -αστ-

  • C10.4A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany κρεμώ/κρεμάω κρεμάς κρεμά(ει) κρεμούμε/κρεμάμε κρεμάτε κρεμούν/κρεμάν
Teraźniejszy dokonany έχω κρεμάσει έχεις κρεμάσει έχει κρεμάσει έχουμε κρεμάσει έχετε κρεμάσει έχουν(ε) κρεμάσει
Przeszły niedokonany κρεμούσα κρεμούσες κρεμούσε κρεμούσαμε κρεμούσατε κρεμούσαν
Przeszły dokonany κρέμασα κρέμασες κρέμασε κρεμάσαμε κρεμάσατε κρέμασαν
Zaprzeszły είχα κρέμασει είχες κρέμασει είχε κρέμασει είχαμε κρέμασει είχατε κρέμασει είχαν(ε) κρέμασει
Przyszły niedokonany θα κρεμώ/κρεμάω θα κρεμάς θα κρεμά(ει) θα κρεμούμε/κρεμάμε θα κρεμάτε θα κρεμούν/κρεμάν
Przyszły dokonany θα κρεμάσω θα κρεμάσεις θα κρεμάσει θα κρεμάσουμε θα κρεμάσετε θα κρεμάσουν
Przedprzyszły θα έχω κρεμάσει θα έχεις κρεμάσει θα έχει κρεμάσει θα έχουμε κρεμάσει θα έχετε κρεμάσει θα έχουν(ε) κρεμάσει
Rozkazujący niedokonany - κρέμα - - κρεμάτε -
Rozkazujący dokonany - κρέμασε - - κρεμάστε -
Bezokolicznik rzeczowny κρεμάσει
Imiesłów czynny κρεμώντας
  • C10.4Β (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany κρεμιέμαι κρεμιέσαι κρεμιέται κρεμιόμαστε κρεμιέστε κρεμιούνται
Teraźniejszy dokonany έχω κρεμαστεί έχεις κρεμαστεί έχει κρεμαστεί έχουμε κρεμαστεί έχετε κρεμαστεί έχουν(ε) κρεμαστεί
Przeszły niedokonany κρεμιόμουν κρεμιόσουν κρεμιόταν κρεμιόμασταν κρεμιόσασταν κρεμιόνταν
Przeszły dokonany κρεμάστηκα κρεμάστηκες κρεμάστηκε κρεμαστήκαμε κρεμαστήκατε κρεμάστηκαν
Zaprzeszły είχα κρεμαστεί είχες κρεμαστεί είχε κρεμαστεί είχαμε κρεμαστεί είχατε κρεμαστεί είχαν(ε) κρεμαστεί
Przyszły niedokonany θα κρεμιέμαι θα κρεμιέσαι θα κρεμιέται θα κρεμιόμαστε θα κρεμιέστε θα κρεμιούνται
Przyszły dokonany θα κρεμαστώ θα κρεμαστείς θα κρεμαστεί θα κρεμαστούμε θα κρεμαστείτε θα κρεμαστούν
Przedprzyszły θα έχω κρεμαστεί θα έχεις κρεμαστεί θα έχει κρεμαστεί θα έχουμε κρεμαστεί θα έχετε κρεμαστεί θα έχουν(ε) κρεμαστεί
Rozkazujący niedokonany - (- -) - - (- -) -
Rozkazujący dokonany - κρεμάσου - - κρεμαστείτε -
Bezokolicznik rzeczowny κρεμαστεί
Imiesłów bierny κρεμασμένος