Aneks:Język nowogrecki - 10.6 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C10.6[edytuj]

-ώ, -άω

  • C10.6A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany πετώ/πετάω πετάς πετά(ει) πετούμε/πετάμε πετάτε πετούν/πετάν
Teraźniejszy dokonany έχω πετάξει έχεις πετάξει έχει πετάξει έχουμε πετάξει έχετε πετάξει έχουν(ε) πετάξει
Przeszły niedokonany πετούσα πετούσες πετούσε πετούσαμε πετούσατε πετούσαν
Przeszły dokonany πέταξα πέταξες πέταξε πετάξαμε πετάξατε πέταξαν
Zaprzeszły είχα πετάξει είχες πετάξει είχε πετάξει είχαμε πετάξει είχατε πετάξει είχαν(ε) πετάξει
Przyszły niedokonany θα πετώ/πετάω θα πετάς θα πετά(ει) θα πετούμε/πετάμε θα πετάτε θα πετούν/πετάνε
Przyszły dokonany θα πετάξω θα πετάξεις θα πετάξει θα πετάξουμε θα πετάξετε θα πετάξουν
Przedprzyszły θα έχω πετάξει θα έχεις πετάξει θα έχει πετάξει θα έχουμε πετάξει θα έχετε πετάξει θα έχουν(ε) πετάξει
Rozkazujący niedokonyny - πέτα - - πετάτε -
Rozkazujący dokonany - πέταξε - - πετάξτε -
Bezokolicznik rzeczowny πετάξει
Imiesłów czynny πετώντας
  • C10.5Β (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany πετιέμαι πετιέσαι πετιέται πετιόμαστε πετιέστε πετιούνται
Teraźniejszy dokonany έχω πεταχτεί έχεις πεταχτεί έχει πεταχτεί έχουμε πεταχτεί έχετε πεταχτεί έχουν(ε) πεταχτεί
Przeszły niedokonany πετιόμουν πετιόσουν πετιόταν πετιόμασταν πετόσασταν πετιόνταν
Przeszły dokonany πετάχτηκα πετάχτηκες πετάχτηκε πεταχτήκαμε πεταχτήκατε πετάχτηκαν
Zaprzeszły είχα πεταχτεί είχες πεταχτεί είχε πεταχτεί είχαμε πεταχτεί είχατε πεταχτεί είχαν(ε) πεταχτεί
Przyszły niedokonany θα πετιέμαι θα πετιέσαι θα πετιέται θα πετιόμαστε θα πετιέστε θα πετιούνται
Przyszły dokonany θα πεταχτώ θα πεταχτείς θα πεταχτεί θα πεταχτούμε θα πεταχτείτε θα πεταχτούν
Przedprzyszły θα έχω πεταχτεί θα έχεις πεταχτεί θα έχει πεταχτεί θα έχουμε πεταχτεί θα έχετε πεταχτεί θα έχουν(ε) πεταχτεί
Rozkazujący niedokonany - (- -) - - (- -) -
Rozkazujący dokonany - πετάξου - - πεταχτείτε -
Bezokolicznik rzeczowny πεταχτεί
Imiesłów bierny πεταμένος / πεταγμένος