προϋπολογισμός
προϋπολογισμός (język nowogrecki)[edytuj]
- wymowa:
- IPA: [pro.i.po.lo.ʝi.ˈzmos]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj męski
- (1.1) ekon. budżet, preliminarz
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- (1.1) προϋπολογισμός για την άμυνα → budżet obronny • προϋπολογισμός της εκπαίδευσης → budżet oświaty • κρατικός προϋπολογισμός → budżet państwa • οικογενειακός προϋπολογισμός → budżet rodzinny • γενικός προϋπολογισμός → budżet ogólny • σχέδιο προϋπολογισμού → projekt budżetu • έγκριση του προϋπολογισμού → przyjęcie budżetu • συνεργασία επί του προϋπολογισμού → współpraca budżetowa • έλεγχος του προϋπολογισμού → kontrola budżetowa • έλλειμμα του προϋπολογισμού → deficyt budżetowy • εκτέλεση του προϋπολογισμού → wykonanie budżetu • κατάρτιση του προϋπολογισμού → planowanie budżetu • ισοσκέλιση του προϋπολογισμού → równowaga budżetowa • χρηματοδότηση του προϋπολογισμού → finansowanie budżetu
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- czas. προϋπολογίζω, προϋπολογίζομαι
- przym. προϋπολογιστικός
- związki frazeologiczne:
- etymologia:
- n.gr. προϋπολογίζω + -μός
- uwagi:
- źródła: