παραμύθι
παραμύθι (język nowogrecki)[edytuj]
- wymowa:
- IPA: [pa.ra.ˈmi.θi]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- (1.1) μύθος
- (1.2) ψευδολογία, ψευτιά
- (1.3) παραμυθολόγιο
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. παραμυθάς m, παραμυθού ż, παραμυθατζής m, παραμυθατζού ż, παραμυθία ż, παραμυθόδραμα n
- czas. παραμυθιάζω, παραμυθιάζομαι
- przym. παραμυθητικός, παραμυθένιος
- przysł. παραμυθένια, παραμυθητικά
- związki frazeologiczne:
- πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, πρίγκιπας του παραμυθιού → książę z bajki
- βασιλόπουλο του παραμυθιού → królewicz z bajki
- παραμύθια για μικρά παιδιά → bajeczki dla grzecznych dzieci
- παραμύθια της Χαλιμάς → bajka z tysiąca i jednej nocy, nie do uwierzenia
- τέλος τα παραμύθια, τέλειωσαν τα παραμύθια → koniec z kłamstwami
- etymologia:
- gr. παραμύθιον
- uwagi:
- źródła: