Aneks:Język nowogrecki - 8 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C8.1[edytuj]

  • C8.1 (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany ελαφρύνω ελαφρύνεις ελαφρύνει ελαφρύνο(υ)με ελαφρύνετε ελαφρύνουν(ε)
Teraźniejszy dokonany έχω ελαφρύνει έχεις ελαφρύνει έχει ελαφρύνει έχουμε ελαφρύνει έχετε ελαφρύνει έχουν(ε) ελαφρύνει
Przeszły niedokonany ελάφρυνα ελάφρυνες ελάφρυνε ελαφρύναμε ελαφρύνατε ελάφρυναν
Przeszły dokonany ελάφρυνα ελάφρυνες ελάφρυνε ελαφρύναμε ελαφρύνατε ελάφρυναν
Zaprzeszły είχα ελαφρύνει είχες ελαφρύνει είχε ελαφρύνει είχαμε ελαφρύνει είχατε ελαφρύνει είχαν(ε) ελαφρύνει
Przyszły niedokonany θα ελαφρύνω θα ελαφρύνεις θα ελαφρύνει θα ελαφρύνο(υ)με θα ελαφρύνετε θα ελαφρύνουν(ε)
Przyszły dokonany θα ελαφρύνω θα ελαφρύνεις θα ελαφρύνει θα ελαφρύνουμε θα ελαφρύνετε θα ελαφρύνουν(ε)
Przedprzyszły θα έχω ελαφρύνει θα έχεις ελαφρύνει θα έχει ελαφρύνει θα έχουμε ελαφρύνει θα έχετε ελαφρύνει θα έχουν(ε) ελαφρύνει
Rozkazujący niedokonany - ελάφρυνε - - ελαφρύνετε -
Rozkazujący dokonany - ελάφρυνε - - ελαφρύνετε -
Bezokolicznik rzeczowny ελαφρύνει
Imiesłów czynny ελαφρύνοντας
  • C8.2 (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany ελαφρύνομαι ελαφρύνεσαι ελαφρύνεται ελαφρυνόμαστε ελαφρύνεστε ελαφρύνονται
Teraźniejszy dokonany έχω ελαφρυνθεί έχει ελαφρυνθεί έχει ελαφρυνθεί έχουμε ελαφρυνθεί έχετε ελαφρυνθεί έχουν(ε) ελαφρυνθεί
Przeszły niedokonany ελαφρυνόμουν ελαφρυνόσουν ελαφρυνόταν ελαφρυνόμασταν ελαφρυνόσασταν ελαφρυνόνταν
Przeszły dokonany ελαφρύνθηκα ελαφρύνθηκες ελαφρύνθηκε ελαφρυνθήκαμε ελαφρυνθήκατε ελαφρύνθηκαν
Zaprzeszły είχα ελαφρυνθεί είχες ελαφρυνθεί είχε ελαφρυνθεί είχαμε ελαφρυνθεί είχατε ελαφρυνθεί είχαν(ε) ελαφρυνθεί
Przyszły niedokonany θα ελαφρύνομαι θα ελαφρύνεσαι θα ελαφρύνεται θα ελαφρυνόμαστε θα ελαφρύνεστε θα ελαφρύνονται
Przyszły dokonany θα ελαφρυνθώ θα ελαφρυνθείς θα ελαφρυνθεί θα ελαφρυνθούμε θα ελαφρυνθείτε θα ελαφρυνθούν
Przedprzyszły θα έχω ελαφρυνθεί θα έχεις ελαφρυνθεί θα έχει ελαφρυνθεί θα έχουμε ελαφρυνθεί θα έχετε ελαφρυνθεί θα έχουν(ε) ελαφρυνθεί
Rozkazujący niedokonany - (ελαφρύνου) - - (ελαφρύνεστε) -
Rozkazujący dokonany - ελαφρύνσου - - ελαφρυνθείτε -
Bezokolicznik rzeczowny ελαφρυνθεί
Imiesłów bierny ελαφρυμένος