Aneks:Język nowogrecki - 10.5 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C10.5[edytuj]

-ώ, -άω, -εσ

  • C10.5A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany φορώ/φοράω φοράς φορά(ει) φορούμε/φοράμε φοράτε φορούν/φοράν
Teraźniejszy dokonany έχω φορέσει έχεις φορέσει έχει φορέσει έχουμε φορέσει έχετε φορέσει έχουν(ε) φορέσει
Przeszły niedokonany φορούσα φορούσες φορούσε φορούσαμε φορούσατε φορούσαν
Przeszły dokonany φόρεσα φόρεσες φόρεσε δορέσαμε φορέσατε φόρεσαν
Zaprzeszły είχα φορέσει είχες φορέσει είχε φορέσει είχαμε φορέσει είχατε φορέσει είχαν(ε) φορέσει
Przyszły niedokonany θα φορώ/φοράω θα φοράς θα φορά(ει) θα φορούμε/φοράμε θα φοράτε θα φορούν/φοράνε
Przyszły dokonany θα φορέσω θα φορέσεις θα φορέσει θα φορέσουμε θα φορέσετε θα φορέσουν
Przedprzyszły θα έχω φορέσει θα έχεις φορέσει θα έχει φορέσει θα έχουμε φορέσει θα έχετε φορέσει θα έχουν(ε) φορέσει
Rozkazujący niedokonyny - φόρα - - φοράτε -
Rozkazujący dokonany - φόρεσε - - φορέστε -
Bezokolicznik rzeczowny φορέσει
Imiesłów czynny φορώντας
  • C10.5Β (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany φοριέμαι φοριέσαι φοριέται φοριόμαστε φοριέστε φοριούνται
Teraźniejszy dokonany έχω φορεθεί έχεις φορεθεί έχει φορεθεί έχουμε φορεθεί έχετε φορεθεί έχουν(ε) φορεθεί
Przeszły niedokonany φοριόμουν φοριόσουν φοριόταν φοριόμασταν φορόσασταν φοριόνταν
Przeszły dokonany φορέθηκα φορέθηκες φορέθηκε φορεθήκαμε φορεθήκατε φορέθηκαν
Zaprzeszły είχα φορεθεί είχες φορεθεί είχε φορεθεί είχαμε φορεθεί είχατε φορεθεί είχαν(ε) φορεθεί
Przyszły niedokonany θα φοριέμαι θα φοριέσαι θα φοριέται θα φοριόμαστε θα φοριέστε θα φοριούνται
Przyszły dokonany θα φορεθώ θα φορεθείς θα φορεθεί θα φορεθούμε θα φορεθείτε θα φορεθούν
Przedprzyszły θα έχω φορεθεί θα έχεις φορεθεί θα έχει φορεθεί θα έχουμε φορεθεί θα έχετε φορεθεί θα έχουν(ε) φορεθεί
Rozkazujący niedokonany - (- -) - - (- -) -
Rozkazujący dokonany - φορέσου - - φορεθείτε -
Bezokolicznik rzeczowny φορεθεί
Imiesłów bierny φορεμένος