Aneks:Język nowogrecki - 10.10 model koniugacji

Z Wikisłownika – wolnego słownika wielojęzycznego

Model koniugacji C10.10[edytuj]

  • C10.10A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany αποτελώ αποτελείς αποτελεί αποτελούμε αποτελείτε αποτελούν
Teraźniejszy dokonany έχω αποτελέσει έχεις αποτελέσει έχει αποτελέσει έχουμε αποτελέσει έχετε αποτελέσει έχουν(ε) αποτελέσει
Przeszły niedokonany αποτελούσα αποτελούσες αποτελούσε αποτελούσαμε αποτελούσατε αποτελούσαν
Przeszły dokonany αποτέλεσα αποτέλεσες αποτέλεσε αποτελέσαμε αποτελέσατε αποτέλεσαν
Zaprzeszły είχα αποτελέσει είχες αποτελέσει είχε αποτελέσει είχαμε αποτελέσει είχατε αποτελέσει είχαν(ε) αποτελέσει
Przyszły niedokonany θα αποτελώ θα αποτελείς θα αποτελεί θα αποτελούμε θα αποτελείτε θα αποτελούν
Przyszły dokonany θα αποτελέσω θα αποτελέσεις θα αποτελέσει θα αποτελέσουμε θα αποτελέσετε θα αποτελέσουν
Przedprzyszły θα έχω αποτελέσει θα έχεις αποτελέσει θα έχει αποτελέσει θα έχουμε αποτελέσει θα έχετε αποτελέσει θα έχουν(ε) αποτελέσει
Rozkazujący niedokonany - αποτέλει - - αποτελείτε -
Rozkazujący dokonany - αποτέλεσε - - αποτέλεστε -
Bezokolicznik rzeczowny αποτελέσει
Imiesłów czynny αποτελώντας
  • C10.10Β (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή
Czas ja ty on/a/o my wy oni/one
Teraźniejszy niedokonany αποτελούμαι αποτελείσαι αποτελείται αποτελούμαστε αποτελείστε αποτελούνται
Teraźniejszy dokonany έχω αποτελεστεί έχεις αποτελεστεί έχει αποτελεστεί έχουμε αποτελεστεί έχετε αποτελεστεί έχουν(ε) αποτελεστεί
Przeszły niedokonany αποτελούμουν αποτελούσουν αποτελούταν αποτελούμασταν αποτελούσασταν αποτελούνταν
Przeszły dokonany αποτελέστηκα αποτελέστηκες αποτελέστηκε αποτελεστήκαμε αποτελεστήκατε αποτελέστηκαν
Zaprzeszły είχα αποτελεστεί είχες αποτελεστεί είχε αποτελεστεί είχαμε αποτελεστεί είχατε αποτελεστεί είχαν(ε) αποτελεστεί
Przyszły niedokonany θα αποτελούμαι θα αποτελείσαι θα αποτελείται θα αποτελούμαστε θα αποτελείστε θα αποτελούνται
Przyszły dokonany θα αποτελεστώ θα αποτελεστείς θα αποτελεστεί θα αποτελεστούμε θα αποτελεστείτε θα αποτελεστούν
Przedprzyszły θα έχω αποτελεστεί θα έχεις αποτελεστεί θα έχει αποτελεστεί θα έχουμε αποτελεστεί θα έχετε αποτελεστεί θα έχουν(ε) αποτελεστεί
Rozkazujący niedokonany - (- -) - - (- -) -
Rozkazujący dokonany - αποτελέσου - - αποτελεστείτε -
Bezokolicznik rzeczowny αποτελεστεί
Imiesłów bierny αποτελεσμένος