σαπούνι
σαπούνι (język nowogrecki)[edytuj]
- wymowa:
- IPA: [sa.ˈpu.ni]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- (1.1) mydło
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. σαπουνάδα ż, σαπουνάδικο n, σαπουνάς m, σαπούνισμα n, σαπουνόνερο n, σαπουνόπερα ż, σαπουνοποίηση ż, σαπουνόφουσκα ż, σαπουνόχορτο n, σάπων m
- czas. σαπουνίζω, σαπουνίζομαι
- związki frazeologiczne:
- (przysłowia) τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις κόπο και σαπούνι → i w Paryżu nie zrobią z owsa ryżu
- uwagi:
- źródła: