οινόπνευμα
οινόπνευμα (język nowogrecki)[edytuj]
- wymowa:
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- (1.1) alkohol
- przykłady:
- składnia:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. οινοπνευματίαση ż, οινοπνευματομέτρηση ż, οινοπνευματομετρητής m, οινοπνευματομετρία ż, οινοπνευματόμετρο n, οινοπνευματοποιείο n, οινοπνευματοποιία ż, οινοπνευματοποιός m, οινοπνευμάτωση ż, οίνος m
- przym. οινοπνευματικός, οινοπνευματοποιήσιμος, οινοπνευματούχος, οινοπνευματώδης
- związki frazeologiczne:
- etymologia:
- uwagi:
- źródła: